Τα υπόσκαφα ήταν τα μικρά και φτωχικά σπίτια της Σαντορίνης, όπου κατοικούσαν τα πληρώματα των πλοίων και οι φτωχότερες οικογένειες, σε αντίθεση με τα χτιστά καπετανόσπιτα. Ήταν σπηλαιοειδείς κατοικίες, στενόμακρες, λαξευμένες στη θηραϊκή γη, χωρίς θεμέλια, με θολωτή οροφή και στενή πρόσοψη. Άλλοτε λαξεύονταν ολόκληρες μέσα στη γη, άλλοτε διέθεταν και πρόσθετα κτιστά τμήματα. Η θηραϊκή γη έχει μονωτικές ιδιότητες, έτσι τα Σαντορινιά υπόσκαφα σπίτια διατηρούνται ζεστά τον χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι. Επίσης παρουσιάζουν μεγάλη αντοχή στους σεισμούς.
Τα παλιά υπόσκαφα σπίτια συνήθως διαμορφώνονταν σε δύο δωμάτια. Το μπροστινό δωμάτιο περιελάμβανε την κουζίνα και τη σάλα και το πίσω περιελάμβανε το υπνοδωμάτιο με έναν κτιστό τοίχο να το χωρίζει από το υπόλοιπο σπίτι. Τα σπίτια φωτίζονταν και αερίζονταν από την πόρτα, τα δύο παράθυρα αριστερά και δεξιά αυτής, καθώς και τον φεγγίτη που βρισκόταν από πάνω της. Ο εσωτερικός διαχωριστικός τοίχος είχε αντίστοιχα ανοίγματα με τον εξωτερικό τοίχο.
Η κουζίνα ήταν άλλοτε εσωτερική και άλλοτε εξωτερική. Το σημείο όπου μαγείρευαν, λεγόταν “πυροστιά”. Αποτελούνταν από δυο πέτρες και ανάμεσα τους έβαζαν ξύλα, άναβαν φωτιά και από πάνω τοποθετούσαν το καζάνι που μαγείρευαν.
Η τουαλέτα κατά κανόνα βρισκόταν σε ξεχωριστό δωμάτιο έξω από το σπίτι και ήταν υπερυψωμένη. Στον κενό χώρο που δημιουργούταν από κάτω, έπεφταν τα λύματα τα οποία μετέφεραν στα χωράφια χρησιμοποιώντας τα ως λίπασμα.
Η μοναδική πηγή νερού ήταν η «στέρνα». Η στέρνα συγκέντρωνε το βρόχινο νερό που έπεφτε στην αυλή ή στην ταράτσα και περνούσε στις υδρορροές και από εκεί στη στέρνα. Για φίλτρο χρησιμοποιούσαν μικρά ξυλαράκια δεμένα σε μάτσο τα οποία τοποθετούσαν μέσα στις υδρορροές.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα στοιχεία της κατασκευής, όπως οι λαξευμένες εσοχές, τα χτιστά έπιπλα, οι σκάλες, οι φούρνοι, οι καμινάδες και τα παρτέρια στις αυλές.